-
1 συμμίξεως
συμμίξεω̆ς, σύμμιξιςcommingling: fem gen sg (attic) -
2 σύμμιξις
A commingling, commixture,πάντων χρημάτων Anaxag.4
;τινῶν πρὸς ἄλληλα Pl.Phlb. 23d
, cf. Plt. 309b;αἰσθήσεως καὶ δόξης Id.Sph. 264b
;ἡ τῶν γάμων σ. καὶ κοινωνία Id.Lg. 721a
; ἐκ συμμίξεως by commixture, Arist.GA 785b5, cf. Pl.Ti. 60d.III οἱ υἱοὶ τῶν ς. mistranslation of Hebr. benē hatta` ărūbóth 'sons of pledges', i.e. 'hostages', through confusion of root with `ēreb 'mixed horde', LXX 4 Ki.14.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμιξις
См. также в других словарях:
συμμίξεως — συμμίξεω̆ς , σύμμιξις commingling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… … Dictionary of Greek