Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐκ συμμίξεως

См. также в других словарях:

  • συμμίξεως — συμμίξεω̆ς , σύμμιξις commingling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»